Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stealing
01
κλοπή, κλέβοντας
the act of taking something from someone unlawfully
02
λαθραιότητα, προσοχή
avoiding detection by moving carefully
Λεξικό Δέντρο
stealing
steal
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κλοπή, κλέβοντας
λαθραιότητα, προσοχή
Λεξικό Δέντρο