Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
steadily
01
σταθερά, σταδιακά
in a gradual and even way
Παραδείγματα
Her skills in photography improved steadily over the course of the year.
Οι δεξιότητές της στη φωτογραφία βελτιώθηκαν σταδιακά κατά τη διάρκεια του έτους.
The company 's revenue has been increasing steadily quarter after quarter.
Τα έσοδα της εταιρείας αυξάνονται σταθερά από τρίμηνο σε τρίμηνο.
02
σταθερά, σταδιακά
showing little change over time
Λεξικό Δέντρο
unsteadily
steadily
steady
stead



























