Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
steadfastly
01
σταθερά, με αποφασιστικότητα
with strong determination, loyalty, and dedication
Παραδείγματα
Despite the challenges, she steadfastly pursued her dream of becoming a doctor.
Παρά τις προκλήσεις, επιδίωξε σταθερά το όνειρό της να γίνει γιατρός.
The employee steadfastly supported the company's mission, even during difficult times.
Ο εργαζόμενος σταθερά υποστήριξε την αποστολή της εταιρείας, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς.
Λεξικό Δέντρο
steadfastly
steadfast



























