Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to stave off
01
αποτρέπω, καθυστερώ
to delay the occurrence of something undesirable or threatening
Παραδείγματα
Adequate sleep and a healthy diet can help stave off fatigue and improve overall well-being
Ο επαρκής ύπνος και μια υγιεινή διατροφή μπορούν να βοηθήσουν να αποτρέψουν την κόπωση και να βελτιώσουν τη γενική ευεξία.
The government implemented strict measures to stave off the spread of the contagious disease.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε αυστηρά μέτρα για να αποτρέψει την εξάπλωση της μεταδοτικής ασθένειας.



























