Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stagehand
01
σκηνικός, εργάτης σκηνής
a stage worker who deals with moving props or scenery in a theatrical performance
Λεξικό Δέντρο
stagehand
stage
hand
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκηνικός, εργάτης σκηνής
Λεξικό Δέντρο
stage
hand