Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stagflation
01
στασιμοπληθωρισμός, πληθωρισμός με στασιμότητα
an economic situation with persistent high inflation and a high unemployment rate
Παραδείγματα
The country experienced stagflation, with prices rising and jobs disappearing.
Η χώρα γνώρισε στασιμοπληθωρισμό, με αυξανόμενες τιμές και θέσεις εργασίας που εξαφανίζονταν.
During stagflation, the economy struggles with slow growth and high costs.
Κατά τη διάρκεια της σταγflation, η οικονομία αγωνίζεται με αργή ανάπτυξη και υψηλά κόστη.



























