stagflation
stagf
ˈstægf
σταιγκφ
la
leɪ
λει
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/stæɡflˈe‍ɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "stagflation"στα αγγλικά

01

στασιμοπληθωρισμός, πληθωρισμός με στασιμότητα

an economic situation with persistent high inflation and a high unemployment rate
example
Παραδείγματα
The country experienced stagflation, with prices rising and jobs disappearing.
Η χώρα γνώρισε στασιμοπληθωρισμό, με αυξανόμενες τιμές και θέσεις εργασίας που εξαφανίζονταν.
During stagflation, the economy struggles with slow growth and high costs.
Κατά τη διάρκεια της σταγflation, η οικονομία αγωνίζεται με αργή ανάπτυξη και υψηλά κόστη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store