Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
staged
01
σκηνοθετημένος, θεατρικός
created or performed for a theatrical production
Παραδείγματα
His staged adaptation brought the classic novel to life.
Η σκηνοθετημένη προσαρμογή του έδωσε ζωή στο κλασικό μυθιστόρημα.
The staged drama featured a stunning set design.
Το διευθετημένο δράμα παρουσίασε ένα εντυπωσιακό σκηνικό.
02
σκηνοθετημένος, οργανωμένος
deliberately arranged for effect
Λεξικό Δέντρο
unstaged
staged
stag



























