Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sprinter
01
σπρίντερ, δρομέας ταχύτητας
a person who competes in short-distance races at a very fast speed
Παραδείγματα
The sprinter crossed the finish line first.
Ο σπρίντερ διέσχισε τη γραμμή τερματισμού πρώτος.
She trained hard to become a professional sprinter.
Εκπαιδεύτηκε σκληρά για να γίνει μια επαγγελματίας σπρίντερ.
Λεξικό Δέντρο
sprinter
sprint



























