Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bemoan
01
θρηνώ, οδύρομαι
to express great regret or sorrow for something
Παραδείγματα
She bemoaned the loss of her favorite book.
Θρήνησε την απώλεια του αγαπημένου της βιβλίου.
Many bemoan the shift from traditional practices to modern conveniences.
Πολλοί θρηνούν τη μετατόπιση από τις παραδοσιακές πρακτικές στις σύγχρονες ανέσεις.
02
θρηνώ, παραπονιέμαι
to express dissatisfaction with something
Παραδείγματα
She bemoaned the delay in receiving her order.
Εκείνη θρήνησε την καθυστέρηση στην παραλαβή της παραγγελίας της.
He bemoaned the poor service at the restaurant.
Αυτός παραπονέθηκε για την κακή εξυπηρέτηση στο εστιατόριο.



























