Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spotless
01
άψογος, καθαρός
completely clean and free from any marks, stains, or blemishes
Παραδείγματα
She prided herself on keeping her kitchen spotless, with every surface sparkling clean.
Περηφανευόταν που κρατούσε την κουζίνα της αψεγάδιαστη, με κάθε επιφάνεια να λάμπει από καθαριότητα.
The hotel room was spotless, with fresh linens and no signs of previous occupants.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν αψεγάδιαστο, με φρέσκα σεντόνια και χωρίς ίχνη προηγούμενων επισκεπτών.
Λεξικό Δέντρο
spotlessly
spotlessness
spotless
spot



























