LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Splenetic
/splɛnˈɛtɪk/
/splɛnˈɛɾɪk/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "splenetic"
splenetic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
δύστροπος
relating to the spleen
lienal
splenic
02
δύστροπος
easily angered or annoyed
bristly
prickly
waspish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App