Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
splenetic
01
σπληνικός, σχετικός με τη σπλήνα
relating to the spleen
02
ευέξαπτος, οξύθυμος
easily angered or annoyed
Παραδείγματα
She avoided him because of his splenetic reactions to minor annoyances.
Τον απέφυγε λόγω των ευερέθιστων αντιδράσεών του σε μικρές ενοχλήσεις.
The splenetic manager often caused tension in the office with his quick temper.
Ο ευερέθιστος μάνατζερ συχνά προκαλούσε ένταση στο γραφείο με τον γρήγορο χαρακτήρα του.



























