LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Speckled
/spˈɛkəld/
/ˈspɛkəɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "speckled"
speckled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
στιγματισμένος
covered with small, distinct spots or marks, often irregularly distributed
dotted
flecked
specked
stippled
Παράδειγμα
The
trout
had
a
speckled
pattern
along
its
sides
,
blending in
with
the
riverbed
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App