Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flecked
01
στικτός, διασπαρμένος
having small, scattered spots or specks of a different color or substance
Παραδείγματα
Her dress was flecked with tiny specks of glitter, shimmering in the light.
Το φόρεμά της ήταν στικτό με μικρές κηλίδες γκλίτερ, λάμποντας στο φως.
The flecked granite countertop had small specks of various minerals embedded in it.
Η στικτή πάγκου γρανίτη είχε μικρές κηλίδες διαφόρων ορυκτών ενσωματωμένες σε αυτήν.
Λεξικό Δέντρο
flecked
fleck



























