Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beltway
01
περιφερειακή οδός, δακτύλιος
a highway that encircles a city or metropolitan area, providing a route for traffic bypassing the city center
Dialect
American
Παραδείγματα
They took the beltway to avoid downtown traffic.
Πήραν τον περιφερειακό για να αποφύγουν την κίνηση του κέντρου.
She commuted daily on the beltway to reach her office.
Ταξίδευε καθημερινά στον περιφερειακό δρόμο για να φτάσει στο γραφείο της.



























