Belted
volume
British pronunciation/bˈɛltɪd/
American pronunciation/ˈbɛɫtəd/, /ˈbɛɫtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "belted"

01

having or provided with a belt

word family

belt

belt

Verb

belted

Adjective

unbelted

Adjective

unbelted

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store