LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spank
/spˈæŋk/
/ˈspæŋk/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "spank"
Spank
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
δέρνω
a slap with the flat of the hand
to spank
ΡΉΜΑ
01
δέρνω
to strike someone especially on the buttocks with an open hand
larrup
paddle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App