Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
soulless
01
άψυχος, στερημένος συναισθήματος
lacking emotional or spiritual depth or qualities
Λεξικό Δέντρο
soullessly
soulless
soul
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άψυχος, στερημένος συναισθήματος
Λεξικό Δέντρο