Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
soulful
01
βαθύς, συγκινητικός
expressing a strong or sincere feeling that comes from within the heart
Παραδείγματα
Her soulful eyes revealed her deep emotions.
Τα γεμάτα ψυχή της μάτια αποκάλυπταν τα βαθιά της συναισθήματα.
The dancer 's performance was both graceful and soulful.
Η παράσταση του χορευτή ήταν ταυτόχρονα κομψή και γεμάτη συναίσθημα.
Λεξικό Δέντρο
soulfully
soulfulness
soulful
soul



























