Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
soaring
01
ανερχόμενος, αυξανόμενος
ascending to a level markedly higher than the usual
02
υψηλός, επιβλητικός
of imposing height; especially standing out above others
Soaring
01
ανεμοπορία, ολισθήση
the practice of flying a glider or sailplane using naturally occurring air currents
Παραδείγματα
The glider club hosts events to promote the sport of soaring among aviation enthusiasts.
Ο αεροπλανικός σύλλογος διοργανώνει εκδηλώσεις για την προώθηση του αθλήματος της ανεμοπορίας μεταξύ των ενθusiastών της αεροπορίας.
Glider pilots enjoy the challenge of finding and riding thermals for soaring.
Οι πιλότοι ανεμόπτερου απολαμβάνουν την πρόκληση της εύρεσης και της ιππασίας θερμικών για ιπτάμενη πτήση.
Λεξικό Δέντρο
soaring
soar



























