Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sniffer
01
μυξιάρης, οσφραντής
a person who sniffs
02
μύτη, μυξίθρα
a person's nose
Παραδείγματα
He 's got a big sniffer, perfect for smelling flowers.
Έχει ένα μεγάλο μύτη, τέλειο για να μυρίζει λουλούδια.
Wipe your sniffer before eating.
Σκούπισε τη μύτη σου πριν φας.



























