Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
snide
01
σαρκαστικός, χλευαστικός
being indirectly offensive; typically through sarcastic or mocking remarks
Παραδείγματα
His snide comment about her outfit was hurtful.
Το πικρό σχόλιό του για τη φορεσιά της ήταν πληγωτικό.
She could n’t ignore the snide way he talked about her promotion.
Δεν μπορούσε να αγνοήσει τον ειρωνικό τρόπο που μίλησε για την προαγωγή της.



























