Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to behoove
01
Θα έπρεπε, Θα ήταν ωφέλιμο
to be beneficial to act in a certain way
Παραδείγματα
It would behoove you to read the contract carefully before signing.
Σας συμφέρει να διαβάσετε προσεκτικά τη σύμβαση πριν την υπογράψετε.
As a leader, it behooves her to listen to all sides of the argument.
Ως ηγέτης, της αναλογεί να ακούσει όλες τις πλευρές του επιχειρήματος.



























