Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Smuggling
01
λαθρεμπόριο, παράνομο εμπόριο
the act of importing or exporting goods or people secretly and against the law
Παραδείγματα
He was arrested for smuggling drugs into the country.
Συνελήφθη για λαθρεμπόριο ναρκωτικών στη χώρα.
Smuggling of endangered animals is a serious international crime.
Η λαθρεμπόριο απειλούμενων με εξαφάνιση ζώων είναι ένα σοβαρό διεθνές έγκλημα.
Λεξικό Δέντρο
smuggling
smuggle



























