Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
smug
01
αυτάρεσκος, υπεροπτικός
showing or taking too much pride in one's achievements or accomplishments
Παραδείγματα
His smug grin revealed his satisfaction with winning the competition.
Το αυτάρεσκο χαμόγελό του αποκάλυψε την ικανοποίησή του για τη νίκη στον διαγωνισμό.
She gave a smug look after receiving praise for her work, as if she expected nothing less.
Έριξε μια αυτάρεσκη ματιά αφού έλαβε επαίνους για τη δουλειά της, σαν να μην περίμενε τίποτα λιγότερο.
Λεξικό Δέντρο
smugly
smugness
smug



























