Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Smelling
01
όσφρηση, μύρισμα
the act of perceiving the odor of something
smelling
01
μυρωδάτος, που μυρίζει
(used with `of' or `with') noticeably odorous
Λεξικό Δέντρο
smelling
smell
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
όσφρηση, μύρισμα
μυρωδάτος, που μυρίζει
Λεξικό Δέντρο