LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smelling
/smˈɛlɪŋ/
/ˈsmɛɫɪŋ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "smelling"
Smelling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of perceiving the odor of something
smelling
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(used with `of' or `with') noticeably odorous
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
smell up
smell the roses
smell out
smell of an oily rag
smell a rat
smelling bottle
smelling salts
smelly
smelt
smelter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App