Smelling
volume
British pronunciation/smˈɛlɪŋ/
American pronunciation/ˈsmɛɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "smelling"

01

the act of perceiving the odor of something

01

(used with `of' or `with') noticeably odorous

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store