Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skylight
01
φεγγίτης, οροφικό παράθυρο
a window installed on a roof or ceiling that allows natural light to enter a room from above
Παραδείγματα
The skylight filled the room with sunlight.
Το φεγγίτης γέμισε το δωμάτιο με ηλιακό φως.
He installed a skylight in the attic for better lighting.
Εγκατέστησε ένα φεγγίτη στη σοφίτα για καλύτερο φωτισμό.
Λεξικό Δέντρο
skylight
sky
light



























