Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skydiver
01
αλεξιπτωτιστής, σκυδαϊβερ
a person who jumps from an aircraft and free-falls before deploying a parachute
Παραδείγματα
The skydiver jumped from the plane and enjoyed the thrill of free-falling.
Ο αλεξιπτωτιστής πήδηξε από το αεροπλάνο και απολάμβανε τη συγκίνηση της ελεύθερης πτώσης.
The skydiver checked the weather conditions before the jump.
Ο αλεξιπτωτιστής έλεγξε τις καιρικές συνθήκες πριν από το άλμα.
Λεξικό Δέντρο
skydiver
skydive
sky
dive



























