Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skill
Παραδείγματα
After years of practice, her skill in playing the guitar became exceptional.
Μετά από χρόνια εξάσκησης, η δεξιότητα της στο παίξιμο της κιθάρας έγινε εξαιρετική.
His skill in coding allowed him to develop innovative software applications.
Η δεξιότητα του στον προγραμματισμό του επέτρεψε να αναπτύξει καινοτόμες εφαρμογές λογισμικού.
02
δεξιότητα, ικανότητα
ability to produce solutions in some problem domain
Λεξικό Δέντρο
skillful
skill



























