skill
skill
skɪl
σκιλ
British pronunciation
/skɪl/

Ορισμός και σημασία του "skill"στα αγγλικά

01

δεξιότητα, επιδεξιότητα

an ability to do something well, especially after training
Wiki
example
Παραδείγματα
After years of practice, her skill in playing the guitar became exceptional.
Μετά από χρόνια εξάσκησης, η δεξιότητα της στο παίξιμο της κιθάρας έγινε εξαιρετική.
His skill in coding allowed him to develop innovative software applications.
Η δεξιότητα του στον προγραμματισμό του επέτρεψε να αναπτύξει καινοτόμες εφαρμογές λογισμικού.
02

δεξιότητα, ικανότητα

ability to produce solutions in some problem domain

Λεξικό Δέντρο

skillful
skill
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store