Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
skilled
01
έμπειρος, ικανός
having the necessary experience or knowledge to perform well in a particular field
Παραδείγματα
She is a skilled carpenter, able to build intricate furniture with precision.
Είναι μια έμπειρη ξυλουργός, ικανή να κατασκευάζει περίπλοκα έπιπλα με ακρίβεια.
His skilled negotiation tactics allow him to secure favorable deals for his clients.
Οι έμπειρες τακτικές διαπραγμάτευσης του του επιτρέπουν να εξασφαλίζει ευνοϊκές συμφωνίες για τους πελάτες του.
Λεξικό Δέντρο
semiskilled
unskilled
skilled



























