Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to shy away from
[phrase form: shy]
01
αποφεύγω, διστάζω
to avoid an activity, person, etc. because one is scared, unwilling, or not confident
Παραδείγματα
He tends to shy away from public speaking due to his nervousness.
Έχει την τάση να αποφεύγει τις δημόσιες ομιλίες λόγω της νευρικότητάς του.
The company decided to shy away from risky investments after the last financial crisis.
Η εταιρεία αποφάσισε να αποφύγει τις επικίνδυνες επενδύσεις μετά την τελευταία οικονομική κρίση.



























