Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sib
01
αδελφός ή αδελφή, sibling
a person's brother or sister
02
συγγενής, αιματικός συγγενής
one related by blood or origin; especially on sharing an ancestor with another
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδελφός ή αδελφή, sibling
συγγενής, αιματικός συγγενής