Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sibilant
01
συριστικό, συριστικό σύμφωνο
(phonetics) a consonant that makes a hissing sound when pronounced
sibilant
01
συριστικός, σιγμοειδής
(of a speech sound) having a hissing or hushing effect, as in "s," "sh," or "z"
Παραδείγματα
In her phonetic analysis, the linguist noted the speaker's tendency to prolong final sibilant consonants.
Στη φωνητική της ανάλυση, η γλωσσολόγος σημείωσε την τάση του ομιλητή να επιμηκύνει τα τελικά συριστικά σύμφωνα.
The spanish language features many sibilant sounds not found in English, such as the lisp-like theta.
Η ισπανική γλώσσα διαθέτει πολλούς συριστικούς ήχους που δεν βρίσκονται στα αγγλικά, όπως το θήτα που μοιάζει με ψευδολαλιά.



























