Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shore
01
ακτή, παραλία
the area of land where the land meets a body of water such as an ocean, sea, lake, or river
Παραδείγματα
The waves gently lapped against the shore, creating a soothing sound.
Τα κύματα χτυπούσαν απαλά στην ακτή, δημιουργώντας έναν ηρεμιστικό ήχο.
They walked hand in hand along the shore, collecting seashells.
Περπατούσαν χέρι-χέρι κατά μήκος της ακτής, μαζεύοντας κοχύλια.
02
στύλος στήριξης, υποστήριγμα
a beam or timber that is propped against a structure to provide support
to shore
01
στηρίζω, υποστηρίζω
support by placing against something solid or rigid
02
προσγειώνομαι, αποβιβάζομαι
arrive on shore
03
χρησιμεύω ως ακτή για, οριοθετώ
serve as a shore to



























