Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shopwindow
01
βιτρίνα, περίπτερο καταστήματος
a window of a store facing onto the street; used to display merchandise for sale in the store
Λεξικό Δέντρο
shopwindow
shop
window
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βιτρίνα, περίπτερο καταστήματος
Λεξικό Δέντρο
shop
window