Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shopping bag
01
τσάντα αγορών, σακούλα αγορών
a bag made of cloth, paper, or plastic with two handles, used for carrying what you buy
Παραδείγματα
He struggled to carry the heavy shopping bag.
Πάλεψε να κουβαλήσει τη βαριά τσάντα αγορών.
She decorated her shopping bag with colorful patches.
Διακόσμησε την τσάντα αγορών της με πολύχρωμα πατς.



























