Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shocking
01
συγκλονιστικό, σοκαριστικό
unexpected or extreme enough to cause intense surprise or disbelief
Παραδείγματα
The shocking revelation about his past took everyone by surprise.
Η συγκλονιστική αποκάλυψη για το παρελθόν του πήρε όλους με έκπληξη.
He found it shocking that no one stepped in to help.
Το βρήκε συγκλονιστικό που κανείς δεν παρενέβη για να βοηθήσει.
Λεξικό Δέντρο
shockingly
shocking
shock



























