LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shock wave
/ʃˈɒk wˈeɪv/
/ʃˈɑːk wˈeɪv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shock wave"
Shock wave
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a region of high pressure travelling through a gas at a high velocity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shock troops
shock treatment
shock therapy
shock mount
shock jock
shock-absorbent
shock-headed
shockable
shocked
shocker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App