Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sheltered workshop
/ʃˈɛltɚd wˈɜːkʃɑːp/
/ʃˈɛltəd wˈɜːkʃɒp/
Sheltered workshop
01
προστατευμένο εργαστήριο, προστατευμένο εργαστήριο εργασίας
a workshop that offers jobs to members of the physically or developmentally disabled population



























