Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to beautify
01
ομορφαίνω, διακοσμώ
make more attractive by adding ornament, colour, etc.
Παραδείγματα
She decided to beautify her garden with colorful flowers and shrubs.
Αποφάσισε να ομορφύνει τον κήπο της με πολύχρωμα λουλούδια και θάμνους.
They are planning to beautify the city square with sculptures and fountains.
Σχεδιάζουν να ομορφύνουν την πλατεία της πόλης με γλυπτά και σιντριβάνια.
03
ομορφαίνω, διακοσμώ
be beautiful to look at
Λεξικό Δέντρο
beautify
beaut
beauty



























