Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beautician
01
αισθητικός, κοσμητολόγος
someone who gives beauty treatments to people as a job
Παραδείγματα
The beautician specializes in skincare treatments and facials.
Ο αισθητικός ειδικεύεται σε θεραπείες περιποίησης δέρματος και προσωπικές θεραπείες.
She visited the beautician regularly for manicures and pedicures.
Επισκεπτόταν τακτικά την αισθητική για μανικιούρ και πεντικιούρ.



























