Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
severally
01
χωριστά, ατομικά
separately or individually
Παραδείγματα
Each defendant was severally charged for their role in the case.
Κάθε κατηγορούμενος κατηγορήθηκε ξεχωριστά για το ρόλο του στην υπόθεση.
The heirs inherited the estate severally, not collectively.
Οι κληρονόμοι κληρονόμησαν την κληρονομιά ξεχωριστά, όχι συλλογικά.
02
ξεχωριστά, ατομικά
apart from others
03
in the order given
Λεξικό Δέντρο
severally
several
sever



























