Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Setter
01
σέτερ, σκύλος σέτερ
a large dog with long hair that is trained as a gundog
02
στοιχειοθέτης, τυπογράφος
one who sets written material into type
03
πασαδόρος, σετερ
(volleyball) the player who sets the ball for teammates to attack
Παραδείγματα
The setter delivered a perfect set to the outside hitter.
Ο πασαδόρος έδωσε μια τέλεια πάσα στον εξωτερικό χτύπη.
The team relies on their setter to distribute the ball effectively.
Η ομάδα βασίζεται στον πασαδόρο της για να διανείμει την μπάλα αποτελεσματικά.
Λεξικό Δέντρο
setter
sett



























