Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sensitized
01
ευαισθητοποιημένος, αλλεργικός
having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)
Λεξικό Δέντρο
hypersensitized
sensitized
sensitize
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ευαισθητοποιημένος, αλλεργικός
Λεξικό Δέντρο