Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-absorbed
01
αυτοκεντρικός, απορροφημένος από τα δικά του ενδιαφέροντα ή σκέψεις
absorbed in your own interests or thoughts etc
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτοκεντρικός, απορροφημένος από τα δικά του ενδιαφέροντα ή σκέψεις