Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sedan
01
sedan, μπερλίνα
a car having a closed body with two or four doors and a separated trunk in the back
Παραδείγματα
He purchased a sedan for his daily commute to work.
Αγόρασε ένα sedan για τις καθημερινές του μετακινήσεις στη δουλειά.
The sedan had plenty of legroom for passengers in the back seat.
Το sedan είχε πολύ χώρο για τα πόδια των επιβατών στο πίσω κάθισμα.
02
κλειστή φορεία, κλειστή νοσοκόμα
a closed litter for one passenger



























