Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Seclusion
01
απομόνωση, αναχώρηση
the state of being isolated from other things or people, usually by choice
02
απομόνωση, ησυχασμός
the quality of being secluded from the presence or view of others
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απομόνωση, αναχώρηση
απομόνωση, ησυχασμός