acetic
a
ə
α
ce
ˈsɛ
σε
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/ɐsˈiːtɪk/

Ορισμός και σημασία του "acetic"στα αγγλικά

01

οξικός, οξικός

pertaining to or containing acetic acid
example
Παραδείγματα
The acetic tang of the homemade vinegar lingered on her palate.
Η οξική γεύση του σπιτικού ξιδιού παρέμεινε στον ουρανίσκο της.
An acetic solution was used to clean the metal surfaces before plating.
Χρησιμοποιήθηκε ένα οξικό διάλυμα για τον καθαρισμό των μεταλλικών επιφανειών πριν από την επικάλυψη.

Λεξικό Δέντρο

acetic
acet
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store