Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scrappy
01
ακατάστατος, αποδιοργανωμένος
having a messy and disorganized appearance or structure
Παραδείγματα
Their presentation seemed scrappy, with slides thrown together at the last minute.
Η παρουσίασή τους φαινόταν ακατάστατη, με διαφάνειες που συγκεντρώθηκαν την τελευταία στιγμή.
The scrappy pile of papers on his desk made it difficult to find anything.
Ο ακατάστατος σωρός χαρτιών στο γραφείο του έκανε δύσκολο να βρει κάτι.
02
μαχητικός, πολεμιστής
full of fighting spirit
Λεξικό Δέντρο
scrappily
scrappiness
scrappy
scrap



























