scammer
sca
ˈskæ
σκαι
mmer
mɜr
μερρ
British pronunciation
/skˈamə/

Ορισμός και σημασία του "scammer"στα αγγλικά

01

απατεώνας, κομπιναδόρος

a person who deceives people to get their money
example
Παραδείγματα
The elderly couple fell victim to a phone scammer who claimed to be from their bank.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι έπεσε θύμα ενός τηλεφωνικού απατεώνα που ισχυριζόταν ότι ήταν από την τράπεζά τους.
Online marketplaces often warn users to be wary of scammers posing as legitimate sellers.
Οι διαδικτυακές αγορές συχνά προειδοποιούν τους χρήστες να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στους απατεώνες που προσποιούνται ότι είναι νόμιμοι πωλητές.

Λεξικό Δέντρο

scammer
scam
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store